Πολλοί άνθρωποι, (ακόμα και στο χώρο του bodybuilding), έχουν συνδέσει, (και όχι άδικα), την πρωτείνη ορού γάλακτος καθαρά με το bodybuilding. Πως να μην το έκαναν άλλωστε όταν οι διαφημιστικές πολιτικές των εταιριών που τις πουλάνε περιλαμβάνουν τους Mr. Olympia; Ο δε υπόλοιπος κόσμος που δεν ασχολείται με το bodybuilding, δηλαδή ένα τεράστιο ποσοστό, λαμβάνοντας υπόψιν πολλούς παράγοντες όπως ημιμάθεια, αμάθεια, παραπληροφόρηση, πολλές φορές σκόπιμη παραπληροφόρηση άπο τα ΜΜΕ, ασχετοσύνη και ότι άλλο χωράει ο νους, έχει τοποθετήσει την πρωτείνη ορού γάλακτος στο ίδιο καλάθι με τα αναβολικά στεροειδή, χωρίς να διαθέτουν τις γνώσεις να συνειδητοποιήσουν ότι το ένα είναι τρόφιμο και το άλλο φάρμακο. Η δε ασχετοσύνη τους, πολλές φορές επεκτείνεται και διαδίδεται (σε εξοργιστικό βαθμό), σε διάφορες συζητήσεις μεταξύ των ανθρώπων αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι πρόκειται για βλαβερά συμπληρώματα με απρόβλεπτες συνέπειες για τον ανθρώπινο οργανισμό.

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω, σε συνδιασμό με το ότι η πρωτείνη ορού γάλακτος δεν είναι απλά ένα ακόμα συμπλήρωμα για το bodybuilding άλλα στην κυριολεξία μία "υπερτροφή" με φαρμακευτική δράση που συμβάλλει (εκτός βέβαια στην ανάπτυξη των πολυαγαπημένων μας μυών!) και στην μακροζωία, θεώρησα σωστό να μοιραστώ μαζί σας κάποιες άγνωστες πλευρές της πρωτείνης ορού γάλακτος.



Γράφει ο Μάριος Δημόπουλος, Διατροφολόγος, μέλος του American Council of Applied Clinical Nutrition και της American Association of Drugless Practitioners.

Αν και το αγελαδινό γάλα θεωρείται από πολλούς γιατρούς και διατροφολόγους βλαβερό για την ανθρώπινη υγεία, δεν συμβαίνει το ίδιο με την πρωτεΐνη whey (πρωτεΐνη τυρογάλακτος), που πολλοί επιστήμονες τη χαρακτηρίζουν ως τροφή μακροζωίας. Πειράματα που διεξήχθησαν στο πανεπιστήμιο της Νεμπράσκα στις ΗΠΑ έδειξαν ότι η πρωτεΐνη whey παράτεινε τον χρόνο ζωής ποντικών κατά 60%.

Η πρωτεΐνη whey καλύπτει πλήρως τις ανάγκες του ανθρώπινου οργανισμού σε όλα τα βασικά αμινοξέα, όλες τις βιταμίνες και τα περισσότερα μέταλλα. Πολλοί αθλητές τη χρησιμοποιούν για αύξηση μυϊκού όγκου ή γράμμωση. Τα οφέλη της δεν περιορίζονται μόνο στους αθλητές. Έχει ένα πλήθος ευεργετικών επιδράσεων, μεταξύ των οποίων είναι οστική ανάπτυξη, υπογλυκαιμική επίδραση, αντιοξειδωτική ενίσχυση και αντιφλεγμονώδης προστασία, βελτίωση της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος και προστασία από μολύνσεις. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι νέες μελέτες δείχνουν ότι η πρωτεΐνη whey είναι ένας ισχυρός αναστολέας του καρκίνου, και επομένως μπορεί να βοηθά στην πρόληψη του καρκίνου.

Η πρωτεΐνη whey ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα. Η λακτοφερρίνη είναι μια πρωτεΐνη ενισχυτική του ανοσοποιητικού συστήματος που βρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες στην πρωτεΐνη whey. Η λακτοφερρίνη αναχαιτίζει όγκους του εντέρου και ίσως όγκους σε άλλα σημεία. Δρα προκαλώντας απόπτωση, αναχαίτιση αγγειογένεσης, ρύθμιση ενζύμων που μεταβολίζουν καρκινογόνα και ως εκκαθαριστής σιδήρου(1). Είναι ένας εκκαθαριστής του σιδήρου πριν αυτός οξειδωθεί. Τα καρκινικά κύτταρα χρειάζονται περισσότερο σίδηρο από ό, τι τα φυσιολογικά κύτταρα για να διατηρούν την ικανότητά τους να αναπτύσσονται γρήγορα μη φυσιολογικά. Δένοντας τον σίδηρο, η λακτοφερρίνη μειώνει τις πιθανότητες σχηματισμού ελευθέρων ριζών, προλαμβάνει την καταστροφή των κυττάρων και σταματά τον καρκίνο να λάβει χώρα. Σκοτώνει επίσης τα επικίνδυνα μικρόβια, θρέφει τα φιλικά βακτήρια, ενισχύει τη γονιδιακή μεταγραφή, μειώνει τη φλεγμονή, καταπολεμά την παχυσαρκία και ενισχύει την ανοσία.
Οι επιστήμονες έχουν χρησιμοποιήσει διάφορες πρωτεΐνες σε αρουραίους, στους οποίους δινόταν το ισχυρό καρκινογόνο dimethylhydrazine. Μόνο οι αρουραίοι που τρέφονταν με πρωτεΐνη whey είχαν λιγότερους και μειωμένους σε μέγεθος όγκους. Συγκεκριμένα η πρωτεΐνη whey προστάτεψε θηλυκούς αρουραίους από όγκους μαστού προκαλούμενους από 7,12-Dimethylbenzanthracene. Οι ερευνητές συμπέραναν ότι η πρωτεΐνη σόγιας μείωσε τη συχνότητα χημικά προκαλούμενων όγκων σε ποσοστό 20%, ενώ η πρωτεΐνη whey ήταν δυο φορές πιο αποτελεσματική από την πρωτεΐνη σόγιας στη μείωση της συχνότητας των ογκων(2).
Σε μια άλλη μελέτη σε διαφορετικές ομάδες ποντικών που χορηγήθηκαν ισχυρά καρκινογόνα, αυτές που τρέφονταν με πρωτεΐνη whey εμφάνισαν λιγότερους όγκους και μειωμένες μάζες όγκων(3).
Η γρήγορη σύνθεση γλουταθειόνης στα κύτταρα των όγκων είναι συνδεδεμένη με υψηλά ποσοστά κυτταρικής ανάπτυξης και η εκκένωση της γλουταθειόνης των όγκων εμποδίζει την ανάπτυξη του κυττάρου. Η πρωτεΐνη whey είναι ένα συστατικό που αδειάζει επιλεκτικά τα καρκινικά κύτταρα από τη γλουταθειόνη, ενώ αυξάνει ή διατηρεί τα επίπεδα της γλουταθειόνης στα υγιή κύτταρα. Η πρωτεΐνη whey παρέχει όλα τα απαραίτητα αμινοξέα για την παραγωγή της γλουταθειόνης, συμπεριλαμβανομένης της κυστεΐνης, της γλυκίνης και της glutamate, ενώ παρέχει μια μορφή κυστεΐνης, την γ-glutamylcysteine, η οποία είναι υψηλά βιοενεργή στο να μετατρέπεται σε γλουταθειόνη. Η γλουταθειόνη είναι ένα καθολικό κυτταρικό αντιοξειδωτικό το οποίο άμεσα ή μέσα από ένζυμα καταστρέφει τις ελεύθερες ρίζες, αποτοξινώνει τα καρκινογόνα και εξασφαλίζει ένα ακέραιο ανοσοποιητικό σύστημα. Με τον μηχανισμό αυτό που επιδρά στη γλουταθειόνη, η πρωτεΐνη whey κάνει τα χημειοθεραπευτικά φάρμακα πιο αποτελεσματικά και μπορεί να μειώσει τις παρενέργειες της χημειοθεραπείας. (4)
Η πρωτεΐνη whey περιέχει πρωτεΐνες που δένονται με βιταμίνες του συμπλέγματος Β, κάτι που κάνει τις βιταμίνες του συμπλέγματος Β (δυνητικά αντικαρκινογόνους παράγοντες) πιο βιοδιαθέσιμες. Περιέχει επίσης αυξητικούς παράγοντες και έναν αναστολέα με αντικαρκινικές ιδιότητες.(5)
Διάφορα πειράματα έδειξαν ότι η πρόληψη όγκων με πρωτεΐνη whey συνδέθηκε με αυξημένη φαγοκυττάρωση και δραστηριότητα φονικών κυττάρων, βοηθητικών Τ κυττάρων και κυτταροτοξικών Τ κυττάρων. Έχουν μελετηθεί επίσης τα συστατικά β-γαλακτολβουμίνη, α-γαλακτολβουμίνη και αλβουμίνη του ορρού της πρωτεΐνης whey και τα αποτελέσματα δείχνουν ότι έχουν αντικαρκινογόνες ιδιότητες.(6)
Ερευνητές στο πανεπιστήμιο της πολιτείας Ohio χορήγησε σε ανθρώπινα κύτταρα προστάτη πρωτεΐνη whey για δυο μέρες και μετά μέτρησαν τα επίπεδα γλουταθειόνης. Τα ανθρώπινα κύτταρα προστάτη στα οποία χορηγήθηκε πρωτεΐνη whey αύξησαν τα επίπεδα γλουταθειόνης σε ποσοστό 64%. Το πείραμα έδειξε επίσης ότι το δείγμα στο οποίο χορηγήθηκε μια δόση που ήταν μισή της συγκέντρωσης των άλλων αύξησε τα επίπεδα της γλουταθειόνης σε ποσοστό 60%. Αυτό δείχνει ότι ακόμα και μια μικρή δόση πρωτεΐνης whey μπορεί να είναι ευεργετική για τα προστατικά κύτταρα.
Εργαστηριακή έρευνα έδειξε ότι η πρωτεΐνη whey εμπόδισε την ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων του μαστού(7). Η δράση της πρωτεΐνης whey κατά του καρκίνου του μαστού δεν περιορίζεται μόνο στις εργαστηριακές μελέτες, αλλά και σε μελέτες σε ανθρώπους. Σε μια κλινική μελέτη, όταν ασθενείς με καρκίνο του μαστού κατανάλωναν 30 γραμμάρια πρωτεΐνης whey καθημερινά, μερικοί όγκοι ασθενών παρουσίασαν ύφεση(8).
Αν και χρειάζονται να γίνουν περαιτέρω έρευνες για την επίδραση της πρωτεΐνης whey στη θεραπεία του καρκίνου, η προληπτική χρήση της πρωτεΐνης μπορεί να έχει θετικά οφέλη υγείας.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. ParodiP.W., Aroledormilkproteinsandtheirpeptidesincancerprevention, CurrentPharmaceuticalDesign, 13, 8, 813-828, 2007
2. HakkakR. Etal., Dietscontainingwheyproteinsorsoyproteinisolateprotectagainst 7,12-Dimethylbenzanthracene-inducedmammarytumorsinfemalerats, CancerEpidemiolBiomarkersPrev, 9, 113, 2000
3. Mclntoshetal., Dairyproteinsprotectagainstdimethylhydrazine-inducedintestinalcancersinrats, JNutr, 125, 809-16, 1995
4. Bounous G, Batist G, Gold P., Wheyproteinsincancerprevention, CancerLetters, volume 57, issue 2, 91-94, 1991
5. ParodiP.W., Aroleformilkproteinsincancerprevention, AustralianJournalofdairytechnology, vol. 53, 1, 37-47, 1998
6. ParodiP.W., Aroledormilkproteinsandtheirpeptidesincancerprevention, CurrentPharmaceuticalDesign, 13, 8, 813-828, 2007
7. Baruchel S. and Vaiu G., Anti Cancer Research, 1996
8. Kennedy, Renee S., et al., The use of a whey protein concentrate in the treatment of patients with metastatic carcinoma: a phase I-II clinical study, Anticancer Research, 15, 6, 2643-2650, 1995.



ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΤΕΡΑ:



ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΕΙΝΗΣ ΟΡΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΣ

Αμινοξικό περιεχόμενο


Οι πρωτεΐνες ορού γάλακτος έχουν όλα τα απαραίτητα αμινοξέα και σε υψηλότερες συγκεντρώσεις σε σύγκριση με διάφορες πηγές πρωτεϊνών όπως σόγια, καλαμπόκι, σιτάρι και γλουτένη (Walzem et al., 2002). Τα αμινοξέα που βρίσκονται στην πρωτεΐνη ορού γάλακτος απορροφούνται και χρησιμοποιούνται αποτελεσματικότερα, σε σχέση με διαλύματα ελεύθερων αμινοξέων (Daenzer et al., 2001). Η πρωτεΐνη ορού γάλακτος σε σχέση με άλλες πηγές πρωτεϊνών περιέχει υψηλότερη συγκέντρωση αμινοξέων διακλαδισμένης αλυσίδας (BCAAs, ~26%)- λευκίνη, ισολευκίνη και βαλίνη (Bos et al., 2000; Dillar et al., 2002). Τα BCAAs και ιδιαίτερα η λευκίνη, είναι σημαντικοί στην ανάπτυξη των ιστών και την επιδιόρθωση. Η λευκίνη διαδραματίζει ξεχωριστό ρόλο στον μεταβολισμό των πρωτεϊνών και έχει αναγνωριστεί ως βασικό σήμα στην έναρξη του μονοπατιού της σύνθεσης μυϊκών πρωτεϊνών (Anthony et al., 2001). Εμπλέκεται στην αντιστρεπτή φωσφορυλίωση των πρωτεϊνών που ελέγχουν την πρόσδεση του mRNA στην 40S ριβοσωμική υπομονάδα.

Αυτό το καλά ρυθμιζόμενο βήμα εξαρτάται από την διαθεσιμότητα των των ευκαρυωτικών παραγόντων έναρξης (eIF?s). Αν και τα ακριβή σήματα για την απόκριση στον σκελετικό μυ δεν έχουν αποσαφηνιστεί πλήρως, τα αμινοξέα διεγείρουν την έναρξη μέσω σχηματισμού ενός συμπλέγματος από αυτούς τους παράγοντες (eIF?s), και καθιστούν δυνατή την πρόσδεση του mRNA στη ριβοσωμική υπομονάδα επιτρέποντας την πρωτεϊνική σύνθεση να προχωρήσει. Επιπλέον, η λευκίνη ενισχύει τη φωσφορυλίωση της ριβοσωμικής πρωτεϊνικής κινάσης S6 (70kDa) και έτσι διεγείρει την πρωτεϊνική σύνθεση στον σκελετικό μυ με ενίσχυση τόσο της δραστηριότητας όσο και της σύνθεσης των πρωτεϊνων (Anthony et al., 2001).

Λακτοφερρίνη


Η λακτοφερρίνη, μια γλυκοπρωτεΐνη δέσμευσης σιδήρου, είναι ένα μη ενζυμικό αντιοξειδωτικό, το οποίο βρίσκεται στο κλάσμα του ορού γάλακτος καθώς και στο πρωτόγαλα. Η λακτοφερρίνη του ορού γάλακτος αποτελείται από περίπου 689 αμινοξέα ενώ η ανθρώπινη λακτοφερρίνη αποτελείται από 691 αμινοξέα (Pierce et al., 1991). Η λακτοφερρίνη του ορού γάλακτος αποτελείται από μια μονή πολυπεπτιδική αλυσίδα με δύο θέσεις πρόσδεσης για τα ιόντα σιδήρου. Πριν την επεξεργασία η λακτοφερρίνη των βοοειδών είναι μόνο 15-20% κορεσμένη με σίδηρο. Η λακτοφερρίνη με μειωμένο σίδηρο, που ορίζεται ως η λακτοφερρίνη που έχει λιγότερο από 5% σίδηρο, αναφέρεται ως απολακτοφερρίνη. Το ποσοστό της λακτοφερρίνης στις σκόνες πρωτεΐνης ορού γάλακτος κυμαίνεται από 0,35-2%.

Ανοσοσφαιρίνες

Μια ανοσοσφαιρίνη (Ig) είναι ένα αντίσωμα ή μια γ-σφαιρίνη. Υπάρχουν πέντε κατηγορίες αντισωμάτων-IgA, IgD, IgE, IgG και IgM. Το αντίσωμα IgG αποτελεί το 75% των αντισωμάτων σε έναν ενήλικα. Το κλάσμα του ορού γάλακτος περιέχει μια σημαντική ποσότητα ανοσοσφαιρινών, περίπου 10-15% του συνόλου των πρωτεϊνών ορού γάλακτος. Μια in vitro μελέτη έδειξε ότι το αντίσωμα IgG που
προέρχεται από το γάλα βοοειδών μπορεί να καταστέλλει την ανθρώπινη λευκοκυτταρική πολλαπλασιαστική απόκριση στα T κύτταρα. Επίσης, έδειξαν ότι τα επίπεδα του αντισώματος IgG κυμαίνονται από 0,6-0.9 mg/ml και είναι ικανό να προσδώσει ανοσία που μπορεί να μεταφερθεί στους ανθρώπους (Kulczycki et al., 1985). Μελέτες έχουν δέιξει ότι το νωπό γάλα από μη ανοσοποιημένες αγελάδες περιέχει ειδικά αντισώματα για τον ανθρώπινο ροταοϊό καθώς και αντισώματα για βακτήρια όπως E. Coli, ********** enderiditis, S. Typhimurium και Shigella flexneri (Losso et al., 1993; Yolken et al., 1985).

Β-λακτοσφαιρίνη


Η β-λακτοσφαιρίνη αντιπροσωπεύει το μισό της συνολικής πρωτεΐνης του ορού γάλακτος βοοειδών, ενώ το ανθρώπινο γάλα δεν περιέχει καθόλου βλακτοσφαιρίνη. Πέραν του ότι είναι μια πηγή βασικών και διακλαδισμένης αλυσίδας αμινοξέων, μια πρωτεΐνη πρόσδεσης ρετινόλης έχει εντοπιστεί στη δομή της. Αυτή η πρωτεΐνη, ένας φορέας μικρών υδροφοβικών μορίων συμπεριλαμβανομένου του ρετινοϊκού οξέος, έχει την ικανότητα να ρυθμίζει αποκρίσεις του λεμφικού (Guimont et al., 1997).

Α-λακταλβουμίνη


Η α-λακταλβουμίνη είναι μια από τις κύριες πρωτεΐνες που υπάρχει τόσο στο ανθρώπινο όσο και στο γάλα βοοειδών. Αντιστοιχεί σε περίπου 20-25% του συνόλου των πρωτεϊνών ορού γάλακτος και περιέχει μια σημαντική ποικιλία αμινοξέων. Σε μια μελέτη σε επίμυες, η α-λακταλβουμίνη τόσο στην μητρική όσο και στην υδρολυμένη της κατάσταση, αύξησε την απόκριση των αντισωμάτων μετά από διέγερση από αντιγόνο (Bounous & Kongshavn, 1982). Η ίδια ομάδα έδειξε ότι η αλακταλβουμίνη έχει άμεση επίδραση στη λειτουργία των Β-λεμφοκυττάρων καθώς και στην καταστολή T-κυτταροεξαρτώμενων και μη αποκρίσεων (Bounous & Kongshavn, 1985).

Λακτοϋπεροξειδάση


Ο ορός γάλακτος περιέχει πολλά είδη ενζύμων όπως υδρολάσες, τρανσφεράσες, λυάσες, πρωτεάσες και λιπάσες. Η λακτοϋπεροξειδάση, ένα σημαντικό ένζυμο στο κλάσμα του ορού γάλακτος, είναι το πιο άφθονο ένζυμο και η πλειοψηφία του καταλήγει στον ορό γάλακτος μετά τη διαδικασία τυροπήγματος. Αποτελεί το 0,25-0.5 % της συνολικής πρωτεΐνης στον ορό γάλακτος. Έχει την ικανότητα να καταλύει συγκεκριμένα μόρια, όπως την αναγωγή του H2O2 (Bjorck, 1978). Αυτό το ενζυμικό σύστημα καταλύει την υπεροξείδωση του θειοκυανικού και κάποιων αλογονιδίων (π.χ. ιώδιο, βρώμιο), που τελικά οδηγεί στην παραγωγή προϊόντων που αναστέλλουν και/ή σκοτώνουν έναν αριθμό βακτηριακών ειδών (Kussendrager & van Hooijdonk, 2000). Κατά τη διάρκεια της παστερίωσης, η λακτοϋπεροξειδάση δεν απενεργοποιείται κάτι που υποδηλώνει τη σταθερότητά του ως συντηρητικό.

Γλυκομακροπεπτίδιο (GMP)


Το γλυκομακροπεπτίδιο, αναφέρεται και ως μακροπεπτίδιο καζεΐνης. Είναι μια πρωτεΐνη παρούσα στον ορό γάλακτος σε ποσοστό 10-15% λόγω της δράσης της χυμοσίνης στην καζεΐνη κατά την παρασκευή του τυριού. Το GMP είναι παρόν μόνο όταν χρησιμοποιείται χυμοσίνη κατά την επεξεργασία. Είναι πλούσιο σε αμινοξέα διακλαδισμένης αλυσίδας και στερείται αρωματικών αμινοξέων όπως η φαινυλαλανίνη, η τρυπτοφάνη και η τυροσίνη. Είναι μία από τις λίγες πρωτεΐνες στη φύση που στερείται φιανυλαλανίνη, καθιστώντας την ασφαλή για άτομα με φαινυλκετονουρία (PKU).

Αλβουμίνη ορού βοοειδών (BSA)

Η αλβουμίνη ορού βοοειδών είναι μια μεγάλη πρωτεΐνη που αποτελεί το 10-15% της συνολικής πρωτεΐνης ορού γάλακτος. Είναι μια πηγή απαραίτητων αμινοξέων αλλά υπάρχουν πολύ λίγες πληροφορίες για την θεραπευτική της δράση.



ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΕΙΝΗΣ ΟΡΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΣ

Ο ορός γάλακτος έχει ισχυρή αντιοξειδωτική δράση πιθανώς με τη συνεισφορά σε πρωτεΐνες πλούσιες σε κυστεΐνη, οι οποίες βοηθούν τη σύνθεση της GSH, ένα ισχυρό ενδοκυτταρικό αντιοξειδωτικό (Walzem et al., 2002). Η GSH αποτελείται από γλυκίνη, γλουταμικό και κυστεΐνη (Εικόνα 15). Η κυστεΐνη περιέχει μια ομάδα θειόλης που χρησιμεύει ως ένας δραστικός αναγωγικός παράγοντας στην πρόληψη της οξείδωσης και της βλάβης των ιστών. Ως αντιοξειδωτικό, η GSH είναι πιο δραστική στην ανηγμένη της μορφή. Η ριβοφλαβίνη, η νιασιναμίδη και η αναγωγάση της γλουταθειόνης είναι σημαντικοί συμπαράγοντες στην αναγωγή της γλουταθειόνης (Marz, 2002).
Σαν παράγοντας αποτοξίνωσης, η υπεροξειδάση της γλουταθειόνης (GPx), η οποία προέρχεται από το σελήνιο και την κυστεΐνη, είναι ένα ενδογενές αντιοξειδωτικό ένζυμο με την ικανότητα να μετατρέπει τα λιπιδικά υπεροξείδια σε λιγότερο δραστικά υδροξύ οξέα. Τα υπεροξείδια αντιδρούν με το H2O2 για να το ανάγουν σε νερό, αναιρώντας το οξειδωτικό του δυναμικό. Τα προϊόντα της πρωτεΐνης ορού γάλακτος χρησιμοποιούνται ως πηγή κυστεΐνης για την αύξηση της ενδοκυτταρικών επιπέδων γλουταθειόνης (Crinnion, 2000) και έχει αναφερθεί ότι η δραστικότητας της GSHPx στο αγελαδινό γάλα και πιθανώς στον ορό γάλακτος είναι η ίδια όπως στο ανθρώπινο γάλα (Hojo, 1986).




Μελέτες πάνω στη λακτοφερρίνη, έχουν δείξει την ικανότητα της να ενεργοποιεί τα φυσικά φονικά κύτταρα και τα ουδετερόφιλα, να επάγει τη δραστικότητα του παράγοντα διέγερσης αποικιών και να ενισχύει την κυτταροτοξικότητα των μακροφάγων (Nishiya & Horwitz, 1982; Gahr et al., 1991; Sawatzki & Rich, 1989; McCormick et al., 1991). Η λακτοφερρίνη επίσης φαίνεται να έχει αντιϊκές, αντιμυκητιακές και αντιβακτηριακές ιδιότητες. Οι αντιμικροβιακές της επιδράσεις φαίνεται να είναι πιο ισχυρές σε οργανισμούς που απαιτούν σίδηρο για να αντιγραφούν, καθώς η λακτοφερρίνη έχει την μοναδική ικανότητα να δεσμεύει τον σίδηρο με έναν τρόπο που αφαιρεί από τους μικροοργανισμούς αυτή την θρεπτική ουσία για ανάπτυξη (Shah, 2000). Επιπλέον, η λακτοφερρίνη έχει την ικανότητα να απελευθερώνει την εξωτερική μεμβράνη Gram- βακτηρίων, το συστατικό λιποπολυσακχαρίτης, λειτουργώντας έτσι ως αντιβιοτικό (Tomita et al., 2002). Η λακτοφερρίνη εμφανίζει και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Σε μια μελέτη σε επίμυες, η λακτοφερρίνη είχε την ικανότητα να ρυθμίζει τα επίπεδα του TNF και της
IL-6, ρυθμίζοντας έτσι τη φλεγμονή και επομένως τη θνησιμότητα (Machnicki et al., 1993).

Επιπρόσθετα, η α-λακταλβουμίνη μπορεί να δεσμεύει βαρέα μέταλλα (Sundberg et al., 1999), μειώνοντας το οξειδωτικό στρες λόγω αυτών των σίδηρο δεσμευτικών της ιδιοτήτων (Ha & Zemel, 2003).


ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΠΡΩΤΕΙΝΗΣ ΟΡΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΣ

Καρκίνος

Τα συμπυκνώματα της πρωτεΐνης ορού γάλακτος έχουν μελετηθεί εκτενώς στην πρόληψη και τη θεραπεία του καρκίνου. Η διέγερση σύνθεσης της γλουταθειόνης φαίνεται να είναι ο πρωταρχικός μηχανισμός ανοσο-διαμόρφωσης. Τα πρόδρομα αμινοξέα της γλουταθειόνης που είναι διαθέσιμα στον ορό γάλακτος φαίνεται ότι θα μπορούσαν να 1) αυξάνουν τη συγκέντρωση της γλουταθειόνης στους ιστούς, 2) να ενισχύουν την ανοσία και 3) να αποτοξινώνουν ενδεχόμενα καρκινογόνα (Bounous, 2000). Ακόμη, οι σίδηρο-δεσμευτικές ικανότητες του ορού γάλακτος ίσως να συμβάλλουν στις αντικαρκινικές τις ιδιότητες, καθώς ο σίδηρος μπορεί να δρα ως μεταλλαξιγόνος παράγοντας προκαλώντας οξειδωτική βλάβη στους ιστούς (Weinberg, 1995).
Πολλές μελέτες σε ζώα έχουν εξετάσει τις επιδράσεις του ορού γάλακτος και των συστατικών του συμπεριλαμβανομένων της λακτοφερρίνης και της α-
λακταλβουμίνης (Sekine et al., 1997; Smithers et al., 1998; Tsuda et al., 1998,2000; Yoo et al., 1998; Hakkak et al., 2000,2001; Kuhara et al., 2000). Σε μελέτες σε ζώα όπου καρκίνος το παχέος εντέρου επάχθηκε, ο ορός γάλακτος παρουσίασε σημαντικά χαμηλότερη συχνότητα εμφάνισης όγκων (Sekine et al., 1997; Tsuda et al., 1998; ; Hakkak et al., 2000; Kuhara et al., 2000). Ο Yoo et al. (1998) έδειξε ότι η λακτοφερρίνη έχει την ικανότητα να αναστέλλει τη μετάσταση πρωτογενών όγκων σε ποντικούς με καρκίνο. Η αλβουμίνη του ορού βοοειδών εμφάνισε αναστολή της ανάπτυξης ανθρώπινων καρκινικών κυττάρων του μαστού in vitro (Laursen et al., 1990). Σε μια άλλη μελέτη, ο κλασματοποιημένος ορός γάλακτος εμφάνισε την ικανότητα να προλαμβάνει και να θεραπεύει την στοματική βλεννογονίτιδα μετά από χημειοθεραπεία με 5-φθοριοουρακίλη (Clarke et al., 2002). Αυτό επιτυγχάνεται μέσω επαγωγής του παράγοντα ανάπτυξης όγκων (TGF)-β ο οποίος μειώνει το βασικό πολλαπλασιασμό επιθηλιακών κυττάρων.

Αντιμικροβιακές ιδιότητες


Τα επίπεδα λακτοφερρίνης στο πλάσμα έχουν βρεθεί ότι αυξάνονται λόγω απελευθέρωσης τους από τα ουδετερόφιλα κατά τη λοίμωξη, τη φλεγμονή, την ανάπτυξη όγκων και την υπερφόρτωση σιδήρου (Steijns & van Hooijdonh, 2000).

Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι η λακτοφερρίνη παίζει έναν άμεσο ρόλο στην άμυνα του οργανισμού κατά παθογόνων μικροοργανισμών, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι άτομα πιο ευαίσθητα σε λοιμώξεις έχουν χαμηλότερα επίπεδα λακτοφερρίνης (Boxer et al., 1982; Breton-Gorius et al., 1980).

Αρκετές μελέτες έχουν εξετάσει τις επιδράσεις της επιδράσεις της πρωτεΐνης ορού γάλακτος στην εξάλειψη του Helicobacter pylori (Early et al., 2001; Di Mario et al., 2003). Το H. pylori είναι ευρέως αποδεκτό ως ο αιτιολογικός παράγοντας για πάνω από το 90% των περιπτώσεων έλκους του δωδεκαδάκτυλου. Σε μια ανοιχτή μελέτη 150 ατόμων με διαγνωσμένη λοίμωξη από H. Pylori, χορηγήθηκαν στους ασθενείς αντιοβιοτικά σε συνδυασμό με χορήγηση λακτοφερρίνης (Di Mario et al., 2003). Βρέθηκε ότι υπήρχε 100% εξάλειψη του H. Pylori στην ομάδα που τους χορηγήθηκαν τα αντιβιοτικά σε συνδυασμό με την λακτοφερρίνη ενώ στην ομάδα που τους χορηγήθηκαν μόνο αντιβιοτικά υπήρχε 76,9% εξάλειψη.

Σε μια μικρή μελέτη σε 12 παιδιά που βρέθηκαν θετικά σε στρεπτόκοκκο, τους χορηγήθηκε συνδυασμός ερυθρομυκίνης με λακτοφερρίνη. Μετά από 15 ημέρες θεραπείας τα επίπεδα του στρεπτόκοκκου στην ομάδα που έλαβε το συνδυασμό των αντιβιοτικών με τη λακτοφερρίνη ήταν χαμηλότερα σε σχέση με την ομάδα που έλαβε μόνο τα αντιβιοτικά (Ajello et al., 2002).
Η λακτοφερρίνη εμφανίζει βακτηριοκτόνο δράση απέναντι σε έναν αριθμό οργανισμών όπως Escherichia coli, ********** typhimurium, Shigella dysenteriae, Listeria monocytogenes, Bacillus stearothermophilus, Bacilus subtilis και
Micrococcus luteus (Shah, 2000; Batish et al., 1988; Payne et al., 1990; Saito et al., 1991; Yamauchi et al., 1992). Όταν είναι σε συνδυασμό με τη λυσοζύμη, η λακτοφερρίνη είναι πιο ισχυρός βακτηριοστατικός παράγοντας ενάντια στους μικροοργανισμούς Pseudomonas aeruginosa, Listeria monocytogenes και Escherichia coli (Shah, 2000; Suzuki et al., 1989). Η λακτοφερρίνη έχει επίσης αντιμυκητιακή δράση κατά του Candida albicans (Jones et al., 1994).

Καρδιαγγειακές ασθένειες


Τα τελευταία χρόνια μελέτες έχουν συνδέσει την διατροφή με τρόφιμα υψηλού λίπους με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών ασθενειών (CVD). Επειδή οι
CVD συνδέονται με έναν αριθμό άλλων παραγόντων όπως αυξημένη ηλικία, γενετικοί παράγοντες, καθιστική ζωή, παχυσαρκία, κατανάλωση αλκοόλ, η ποιότητα του διατροφικού λίπους θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη. Το γάλα αποτελείται από περισσότερα από 12 είδη λίπους όπως σφιγγολιπίδια, ελεύθερες στερόλες, χοληστερόλη και ελαϊκό οξύ (82). Πολλές μελέτες έχουν δέιξει ότι η πρόσληψη γάλακτος και των προϊόντων του μειώνει την αρτηριακή πίεση και τον κίνδυνο υπέρτασης (83-85).
Σε μια μελέτη που διεξήχθη σε μια ομάδα 20 υγιών ενήλικων ανδρών, μελετήθηκε κατά πόσο γάλα που έχει υποστεί ζύμωση και έχει ενισχυθεί με συμπλήρωμα πρωτεΐνης ορού γάλακτος θα μπορούσε να επηρεάσει τα λιπίδια του ορού και την αρτηριακή πίεση (82). Μετά από 8 εβδομάδες, τα επίπεδα της HDL ήταν υψηλότερα ενώ τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων και της συστολικής πίεσης χαμηλότερα σε σχέση με την ομάδα ελέγχου.

Γαστροεντερικές διαταραχές


Ο ορός γάλακτος, τα συστατικά του και κάποια αμινοξέα όπως η γλουταμίνη εμφανίζουν κάποια λειτουργικότητα στο έντερο. Παράγοντες όπως τα γλυκομακροπεπτίδια παρουσιάζουν πρεβιοτική και/ή προβιοτική δράση και επίσης διεγείρουν την απελευθέρωση της χοληκυστοκίνης από τα εντερικά κύτταρα και αναστέλλουν τη δέσμευση τοξινών (DillarCJ et al., 2002). Η λακτόζη, ένα άλλο συστατικό του ορού γάλακτος μπορεί να υδρολυθεί ενζυμικά προς σχηματισμό γάλακτο-ολιγοσακχαριτών που χρησιμοποιούνται εύκολα από τα δισχιδοβακτήρια, συμβάλλοντας έτσι στην καλύτερη λειτουργία του πεπτικού σωλήνα (Shah, 2000). Σε μια μελέτη από τους Rosaneli et al. (2002), οι αρουραίου που τρεφόντουσαν με συμπύκνωμα πρωτεΐνης ορού γάλακτος παρουσίασαν μείωση 41% σε ελκώδεις αλλοιώσεις που προκλήθηκαν από κατάποση αιθανόλης, ενώ μείωση της τάξης του 71% παρατηρήθηκε μετά από επεναλαμβανόμενες δόσης ορού γάλακτος.

Παχυσαρκία


Ο ορός γάλακτος μπορεί να προσφέρει ένα διατροφικό πλεονέκτημα προς την επίτευξη μιας επιθυμητής σύστασης σώματος. Η απομονωμένη πρωτεΐνη ορού γάλακτος μπορεί να αποτελείται από 95% πρωτεΐνη, μετά την απομάκρυνση του λίπους και της λακτόζης, και να περιέχει πολύτιμα μέταλλα και βιταμίνες. Μελέτες δείχνουν ότι το ασβέστιο (Zemel et al., 2000;2002; Zemel, 2003; Carruth & Skinner,
2001; Davies et al., 2000) και τα πολύτιμα μέταλλα που παρέχονται από τα γαλακτοκομικά προϊόντα (Zemel et al., 2000; Zemel, 2003; Carruth & Skinner, 2001; Shi et al., 2001; lin et al., 2000) μειώνουν τη συσσώρευση σωματικού λίπους και επιταχύνουν την απώλεια βάρους και λίπους κατά τη διάρκεια ενεργειακού περιορισμού. Το ασβέστιο πιστεύεται ότι επηρεάζει τον ενεργειακό μεταβολισμό καθώς το ενδοκυτταρικό ασβέστιο ρυθμίζει τον μεταβολισμό λιπιδίων των λιποκυττάρων και την αποθήκευση τριγλυκεριδίων (Zemel, 2003).
Ο φυσιολογικός μηχανισμός με τον οποίο οι υψηλές προσλήψεις ασβεστίου μειώνουν την αποθήκευση λίπους στα λιποκύτταρα έχει διευκρινιστεί σε ανθρώπινα λιποκύτταρα και σε μοντέλα ποντικών από τους Zemel et al. (2000; 2003). Αυτά τα δεδομένα δείχνουν ότι οι ασβεστιοτροπικές ορμόνες (π.χ. παραθυρεοειδής ορμόνη, 1,25-(OH)2-D) που αποκρίνονται στις φτωχές σε ασβέστιο δίαιτες προωθούν την αποθήκευση λιπώδους ιστού και η καταστολή αυτών των ορμονών μέσω δίαιτας υψηλής σε ασβέστιο εμποδίζει την παχυσαρκία.

Οστεοπόρωση


Το γάλα έχει προταθεί ως θρεπτικό τρόφιμο που βοηθά στην πρόληψη της οστεοπόρωσης λόγω της βιοδιαθεσιμότητας του σε ασβέστιο (Silverwood, 2003). Έρευνες ξεκίνησαν για να εξετάσουν τα διαφορετικά συστατικά του γάλακτος και να καθορίσουν αν κάποιο συγκεκριμένο είναι υπεύθυνο για τις οστεο-προστατευτικές επιδράσεις. Μελέτες τόσο in vitro όσο και σε μοντέλα ζώων έδειξαν ότι η βασική πρωτεΐνη γάλακτος (MBP), ένα συστατικό του ορού γάλακτος, έχει την ικανότητα να διεγείρει τον πολλαπλασιασμό και τη διαφοροποίηση των οστεοβλαστικών κυττάρων καθώς και να καταστέλλει την οστική επαναρρόφηση (Toba et al., 2000; Takada et al., 1996;1997). Η MBP προέρχεται από κλασματοποιημένο ορό γάλακτος μέσω ρητίνης ανταλλαγής κατιόντων. Η ολική συγκέντρωση της MBP είναι 98% και περιέχει λακοτφερρίνη, λακτοϋπεροξειδάση και άλλα δευτερεύοντα συστατικά. Αρκετές μελέτες σε αρουραίους έδειξαν ότι τόσο η πρωτεΐνη ορού γάλακτος όσο και η κλασματοποιημένη πρωτεΐνη ορού γάλακτος είχαν την ικανότητα να αυξάνουν την μηριαία αντοχή των οστών (Takada et al., 1997; Kato et al., 2000).

Κλινικές μελέτες έχουν διεξαχθεί για να προσδιορίσουν τις επιδράσεις της MBP στον οστικό μεταβολισμό (Toba et al., 2001; Aoe et al., 2001; Yamamura et al., 2001). Σε μια μελέτη των Toba et al. (2001), σε 30 υγιή άτομα δόθηκε ρόφημα που περιείχε 300 mg MBP. Μετά από16 ημέρες τα επίπεδα της οστεοκαλσίνης και του προπεπτιδίου του προκολλαγόνου τύπου Ι (PICP) αυξήθηκαν, υποδεικνύοντας αυξημένο σχηματισμό οστών. Η οστεοκαλσίνη και το PICP είναι βιοχημικοί δείκτες που απελευθερώνονται από τους οστεοβλάστες για να αξιολογήσουν το σχηματισμό οστών. Σε μια παρόμοια μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε 33 υγιείς γυναίκες (Aoe et al., 2001), βρέθηκε ότι στην ομάδα που χορηγήθηκαν 40 mg MBP παρατηρήθηκε αυξημένη οστική πυκνότητα σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Οι Yamamura et al. (2002), σε 30 γυναίκες χορήγησαν 40 mg MBP για μια περίοδο 6 μηνών και βρήκαν ότι αυξήθηκε σημαντικά η ακτινική οστική πυκνότητα.